- Ἀντιγενίδης
- Ἀντιγενίδαςmasc nom sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αντιγενίδης — (4ος αι. π.Χ.).Θηβαίος αυλητής. Υπήρξε δημιουργός ιδιαίτερου τρόπου αύλησης, που ονομάστηκε μάλιστα αντιγενίδειος. Ανάμεσα στους μαθητές του, που ονομάζονταν Αντιγενίδειοι, ήταν και ο Αλκιβιάδης. Ο Α. συνεργάστηκε πολλές φορές με τον ποιητή… … Dictionary of Greek